Του Ν. Τσαγκαράκη
Ενας “άγγελος” που φέρνει την κάθαρση στην ετοιμόρροπη ζωή ενός καθηγητή γυμνασίου.
HALF NELSON
Σκην.: Ράιαν Φλεκ
Πρωτ.: Ράιαν Γκόσλινγκ, Σαρίκα Επς, Τζεφ Λίμα
Ένας τοξικομανής καθηγητής γυμνασίου παραδίδει συναρπαστικά μαθήματα Ιστορίας στην τάξη του, η οποία αποτελεί το μοναδικό εναπομείναν σοβαρό κίνητρο στη ζωή του. Ακόμα όμως κι η ενασχόλησή του με τα παιδιά, δεν είναι αρκετά δυνατή για να τον απομακρύνει από τη χρήση ουσιών.
Ένα αξιοπρεπέστατο δράμα, με πρωταγωνιστή τον 27χρονο Γκόσλινγκ στον ρόλο που του χάρισε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ, σʼ ένα σημείο της καριέρας του στο οποίο το ότι προτάθηκε είναι εξίσου σημαντικό με το να είχε κερδίσει. Έχοντας πίσω του το επίσης αξιόλογο «Ημερολόγιο» του Νικ Κασαβέτη, εδώ δοκιμάζεται σʼ έναν πιο απαιτητικό χαρακτήρα και κερδίζει τις εντυπώσεις, λειτουργώντας σʼ ένα εύστοχα σκηνοθετημένο πλαίσιο ανάλογου ύφους.
Το σενάριο είναι επίσης γραμμένο από τον Φλεκ μαζί με την Άννα Μπόντεν, και στηρίζεται σε τρεις κύριους θεματικούς άξονες: τα ανθρώπινα δικαιώματα, το ζήτημα των ναρκωτικών, και τη φιλική σχέση ανάμεσα σε μια έφηβο κι έναν ενήλικο. Το πρώτο είναι το πιο αδύναμο από τα τρία, εξαιτίας της αποσπασματικότητας με την οποία παρουσιάζεται, όμως στο ευρύτερο πλαίσιο της ταινίας δε μετράει ως ελάττωμα αλλά μάλλον ως ένα επιπλέον στοιχείο που ακριβώς επειδή χρησιμοποιείται με εμβόλιμο τρόπο, μπορεί να παραμένει αποκομμένο από την υπόλοιπη αφήγηση χωρίς να δημιουργεί απαιτήσεις για περαιτέρω ανάλυση.
Τα πλάνα με τους μαθητές στο μονόχρωμο φόντο που απευθύνονται στους συμμαθητές τους (στο κοινό) εμπλουτίζονται με ειδησεογραφικά πλάνα των γεγονότων που εξιστορούν ως παραδείγματα διάκρισης κατά φυλετικών και κοινωνικών μειονοτήτων. Αυτά τα σύντομα ένθετα παραμένουν ασύνδετα με την κυρίως πλοκή της σχέσης ανάμεσα στον Νταν και τη Ντρέι, αλλά όχι άσχετα με τη γενικότερη θεματική της ταινίας. Δικαιολογούνται ως μέρος του διαφορετικού μαθήματος που παραδίδει ο Νταν, και συσχετίζονται ισχνά με το γεγονός ότι οι μαθητές του Νταν είναι όλοι μαύροι, με το σχόλιο του ʽπροστάτηʼ της Ντρέι για το ύφος του Νταν και με τη συμπεριφορά του πατέρα του Νταν μετά από το δείπνο στο οικογενειακό σπίτι. Ο πατέρας του μπορεί να εχει πιει όταν ξεστομίζει τους χαρακτηρισμούς για τους οποίους αμέσως απολογείται, αλλά χρησιμοποιούνται από την ταινία ως ένδειξη των ενδόμυχων πεποιθήσεων που διατηρούνται στο ʽλευκόʼ συλλογικό υποσυνείδητο.
Τα ναρκωτικά αγγίζουν επίσης διάφορους από τους χαρακτήρες του φιλμ, εξυπηρετώντας για τον καθένα διαφορετική λειτουργία. Για τον προστάτη είναι εύκολο χρήμα, για τη Ντρέι προσωρινή απειλή, για τον Νταν αδιέξοδο- ή όχι; Η σχέση του με τις ουσίες διακρίνεται από την αδυναμία και την έλλειψη αποφασιστικότητας εξαιτίας των οποίων απορρίπτει εύκολα την αποκατάσταση ως κάτι που δοκίμασε αλλά απλώς ʽδε λειτούργησεʼ γιʼ αυτόν. Το ασθενικό του περιβάλλον είναι φτιαγμένο επιμελημένα και χωρίς ακρότητες, με το μονίμως κιτρινισμένο φως που λούζει το παραμελημένο διαμέρισμά του- την παραμελημένη ζωή του. Ο Γκόσλινγκ δίνει έναν Νταν που ταιριάζει απολύτως σʼ αυτό το περιβάλλον: την περισσότερη ώρα λιώμα, αργό βήμα, συρτή φωνή, ατημέλητη εμφάνιση (φοράει γραβάτα στο σχολείο αλλά πάντα λυμένη), και που δεν είναι διατεθειμένος νʼ απαλλαγεί απʼ αυτή την εύκολη διαφυγή παρότι ξέρει ότι τον απομονώνει και του στερεί σχέσεις που θα ήθελε να φτιάξει. Παρότι δεν ξεκαθαρίζονται οι λόγοι για τους οποίους εχει χωρίσει με την πρώην του, αφήνεται να εννοηθεί ότι επρόκειτο για μια πολύ τρυφερή σχέση με επιθυμία κι απʼ τις δύο πλευρές, με πιθανότερο εμπόδιο τη συνήθεια του Νταν που είναι ασύμβατη με τις αντοχές τις οποίες απαιτεί μια ισόβια συντροφική σχέση.
Το σενάριο επιλέγει πάντως να δώσει μια ελπίδα στον πρωταγωνιστή, και προς αυτό εκμεταλλεύεται την -αμιγώς φιλική- σχέση του με τη Ντρέι, ως έναν μικρό άγγελο που παρότι αντιμετωπίζει τα δικά της οικογενειακά προβλήματα, αποδεικνύεται κατά πολύ ωριμότερη και ανθεκτική από τον καθηγητή της. Ένα παιδί που φαίνεται να εχει πλήρη επίγνωση των πράξεών του κάθε στιγμή, που γνωρίζει πώς να ζυγιάσει κάθε άνθρωπο που εχει γύρω του και να τους προστρέξει ανιδιοτελώς, χωρίς να προτάξει δικές του ελλείψεις ή επιθυμίες. Καταλαβαίνει ότι το να κάνει το ʽβαποράκιʼ είναι επικίνδυνη δουλειά και τη φοβάται, αλλά τη συνεχίζει για να βοηθήσει τη μητέρα της που δουλεύει διπλές βάρδιες για να τα βγάλει πέρα. Ίσως υποψιάζεται ότι ο Νταν είναι αναξιόπιστος, αλλά επιμένει επειδή ανάμεσά τους υπάρχει αμοιβαία κατανόηση και βλέπει ότι νοιάζονται ο ένας τον άλλο. Μπορεί βέβαια η Ντρέι να είναι ο ισχυρότερος πόλος της σχέσης, αλλά η βοήθεια είναι αμοιβαία, καθώς η ξαφνική συνάντησή τους στο ξενοδοχείο όπου ο Νταν οργιάζει (με όλη την κυριολεξία της λέξης) αφενός θʼ αποτρέψει τη Ντρέι από το να συνεχίσει να κάνει το “βαποράκι”, αφετέρου θα πείσει τον Νταν να ξαναδοκιμάσει να αποστασιοποιηθεί από την καταστροφική του συνήθεια. Αυτό τουλάχιστον υπονοούν η τελική καθαρή, φωτεινή όψη του εαυτού και του σπιτιού του.