Toυ κ. Μιχ. Καβουλάκη,
φιλολόγου, πρ. λυκειάρχη
Είναι μεγάλο το βάρος και μεγάλη η ευθύνη να σκιαγραφήσει κάποιος, έστω και ακροθιγώς, τον Νικ. Πλάτωνα, τον κράτιστο των αρχαιολόγων και διαπρεπή κρητολόγο.
Ο Νικ. Πλάτων γεννήθηκε στα Μεσοβούνια Κεφαληνίας το 1909, αλλά από μικρός εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Ηράκλειο, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως διευθυντής του κρατικού Χημείου. Στο Ηράκλειο έζησε και περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και εκδήλωσε, εν πολλοίς, το δημιουργικό και σπινθηροβόλο πνεύμα του. Ως μαθητής του Β’ Γυμνασίου υπήρξε σεμνός, επιμελής, πειθαρχικός και αυστηρά προσηλωμένος στις σπουδές του, με αποτέλεσμα να διακριθεί και να αποσπάσει κατά το σχολ. έτος 1922-23 το χρυσό μετάλλιο, που είχε αθλοθετήσει ο Ανδρ. Καλοκαιρινός. Σπούδασε ακολούθως στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και οι επιδόσεις του σε όλα τα μαθήματα ξεπερνούσαν κατά πολύ τα όρια του κοινού αριστούχου.
Κατά τα έτη 1930-1935 υπηρέτησε ως επιμελητής στο Μουσείο Ηρακλείου και έπειτα μέχρι το 1937 ως έφορος στη Θήβα. Ακολούθως, αφού πήγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, επανήλθε το 1938 ως διάδοχος του Σπυρ. Μαρινάτου στο Ηράκλειο, όπου και παρέμεινε ως διευθυντής του Μουσείου επί 24 χρόνια. (1938-1962). Διετέλεσε ακόμη έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης, διευθυντής της Ακροπόλεως Αθηνών, έφορος Ακροπόλεως και Αρχαίας Αγοράς, καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1966-1974) και καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης (1977-1978).
Διενήργησε πολλές ανασκαφές κυρίως στην Κρήτη (Φορτέτσα, σπήλαιο Αρκαλοχωρίου και Μαρωνιάς, Επισκοπή Πεδιάδος, Μαζαλή Χανίων, μινωικός οικισμός Χόνδρου-Βιάννου, αγροικίες περιοχής Σητείας κ.α.). Ακόμη ανασκαφές του αναφέρονται σε βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και ερεύνησε βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες του νησιού. Η ανασκαφική του δραστηριότητα είχε απλωθεί σε ολόκληρη την Κρήτη, καλύπτοντας έτσι ένα μεγάλο χρονικό φάσμα: από την προϊστορία μέχρι τα βυζαντινά χρόνια.
Το σημαντικότερο όμως έργο του υπήρξε η ανακάλυψη το 1961 του μινωικού ανακτόρου της Ζάκρου, όπου αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του. Η πιο θεαματική φάση της ανασκαφής εκείνης ήταν το 1963, όταν ανακαλύφθηκε το ιερό σκευοφυλάκειο με τα ρυτά και τα άλλα τελετουργικά αγγεία. Διενήργησε επίσης μικρότερης σημασίας ανασκαφές στις περιοχές της Βοιωτίας, της Φωκίδας, της Εύβοιας, και Β. Σποράδων.
Πέρα όμως από όλα αυτά, υπήρξε και ο σοφός δάσκαλος των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Κρήτης και με τις μελέτες και έρευνές του κάλυψε ένα ευρύ φάσμα της αρχαιολογίας. Μελέτησε θέματα της θρησκείας και της μινωικής ζωγραφικής, της χρονολογίας του προϊστορικού Αιγαίου, της κρητομυκηναϊκής σφραγιδογλυφίας, της μινωικής γραφής, της ελληνικής επιγραφικής, της αρχαιολογικής γεωγραφίας και τοπογραφίας και ακόμη και της βυζαντινής επιγραφικής των βυζαντινών και ενετικών μνημείων.
Σε αυτόν οφείλονται και οι μεγαλύτερεες επεμβάσεις στα ενετικά τείχη του Ηρακλείου, στην Ενετική Λέσχη και στη Βασιλική του Αγ. Μάρκου.
Συνεπικουρούμενος από τη λαμπρή φιλόλογο και μετέπειτα σύζυγό του Σωσώ Λογιάδη, επιδόθηκε με ζήλο στην οργάνωση της Βικελαίας Βιβλιοθήκης που μετά από τον πόλεμο ήταν τελείως αποδιοργανωμένη και παρά το πολύτιμο περιεχόμενό της άχρηστη για τους μελετητές.
Πρέπει όμως ιδιαιτέρως να τονιστεί ότι ο Νικόλαος Πλάτων επιτέλεσε και δύο σημαντικούς άθλους: την απόκρυψη σε ειδικά υπόγεια των εκθεμάτων του Μουσείου και την προστασία τους από την γερμανική αρχαιολογική βουλιμία και την επανέκθεσή τους μετά τον πόλεμο, στην οποία είχε τότε πολύτιμο συνεργάτη τον νεαρό επιμελητή Στ. Αλεξίου.
Ο Νικόλαος Πλάτων μαζί με τους Μενέλαο Παρλαμά και Ανδρ. Καλοκαιρινό εργάστηκε αποτελεσματικά για την έκδοση το 1947 των “Κρητικών Χρονικών” και την ίδρυση το 1951 της “Εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών” (ΕΚΙΜ). Η τελευταία σκοπό είχε τη διάσωση, συντήρηση και προβολή του μ. Χ. πολιτισμού της Κρήτης. Ακόμη συνετέλεσε και στην ίδρυση του “Ιστορικού Μουσείου Κρήτης” τα εγκαίνια του οποίου έγιναν τον Μάιο του 1953 και στεγάστηκε στην οικία του Ανδρ. Λ. Καλοκαιρινού. Ας προστεθεί εδώ πως ο Στυλ. Αλεξίου βοήθησε πρόθυμα και αποτελεσματικά στη συγκρότηση και τη λειτουργία του “Ιστορικού Μουσείου” του οποίου συνέταξε τον “Οδηγό” και γενικά στην πρόοδο της ΕΚΙΜ και την εδραίωση του κύρους των “Κρητικών Χρονικών”.
Ο Νικ. Πλάτων δεν ήταν μόνο ειδικός στους κλάδους της αρχαιολογίας, αλλά είχε και άλλες ειδικότητες. Ηταν φιλόλογος, όπως δείχνει και η διδακτορική του διατριβή με τον τίτλο: “Περί τινα προβληματα της ομηρικής γεωγραφίας και τοπογραφίας”, το κύριο μέρος της οποίας στηριζόταν σε διόρθωση χωρίου της Οδύσσειας (ι 21). Η διατριβή αυτή χαρακτηρίστηκε από τους κριτές της Φ. Σ. Αθηνών “Ευφυές εύρημα” και βαθμολογήθηκε με “άριστα”. Γνώριζε ακόμη επαρκώς ανώτερα μαθηματικά, ώστε να βοηθά φοιτητές των Μαθηματικών Σχολών και να προετοιμάζει υποψήφιους φοιτητές για το Πολυτεχνείο σε ιδιαίτερα μαθήματα με την ίδια άνεση που προετοίμαζε άλλους της Φιλοσοφικής Σχολής. Ανάμεσα στους τελευταίους συγκαταλεγόταν και ο γράφων, καθώς και η διαπρεπής αρχαιολόγος Αγνή Σακελλαρίου-Ξενάκη.
Ο Πλάτων πήρε ενεργό μέρος στη ζωή του τόπου και μετέτρεψε το γραφείο του Μουσείου σε πνευματικό κέντρο της πόλης κατά τις ώρες που δεν εργαζόταν.
Υπήρξε μέλος πολλών εταιρειών, Ινστιτούτων και Οργανώσεων και συνέγραψε βιβλία, πολυπληθείς μονογραφίες, ανασκαφικές εκθέσεις, κριτικές, οδηγούς μουσείων κτλ.
Μεταξύ των βιβλίων του μνημονεύομε τα παρακάτω: “Ζάκρος, το νέο μινωικό ανάκτορο” “Κρήτη”, το δίτομο: “ Ο πολιτισμός του Αιγαίου” και το τρίτομο έργο του για τις σφραγίδες και τα σφαγίσματα του Μουσείου Ηρακλείου που εκδόθηκε στη γερμανική.
Ο διαπρεπής αρχαιολόγος πέθανε τον Μάρτιο του 1992, αφού προηγουμένως τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις:
Με το παράσημο του Φοίνικος της Ελλάδος, το παράσημο Commendatore Merito της Ιταλίας, το παράσημο πολιτιστικής αξίας της Ρουμανίας και το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών.