Μια εξαιρετικά σημαντική εικαστική έκθεση θα φιλοξενηθεί στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου από αύριο Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου μέχρι και τις 15 Μαρτίου. Πρόκειται για την έκθεση “Ο Φώτης Κόντογλου και οι μαθητές του”, την καλλιτεχνική επιμέλεια της οποίας έχει αναλάβει ο ζωγράφος Μιχαήλ Αγγελάκης.

Ο Φώτης Κόντογλου σημάδεψε τη σύγχρονη τέχνη με την παρουσία του. Μια παρουσία πληθωρική και δυναμική τόσο στο συγγραφικό όσο και στο εικαστικό έργο. Ο καλλιτέχνης αντί να φέρει από την “Εσπερία” καλλιτεχνικές αναζητήσεις και προβληματισμούς, στράφηκε στα κατάβαθα της μεγάλης εικαστικής παράδοσης και ιδιαίτερα της θρησκευτικής της πατρίδας του, από την οποία εμπνεύστηκε και μας έδωσε την τόσο αξιόλογη και σημαντική καλλιτεχνική του παραγωγή.

Γύρω του αρκετοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι βρίσκουν το δάσκαλο, που τους άνοιξε δρόμους και προοπτικές στις δικές τους καλλιτεχνικές αναζητήσεις. Αλλοι πάλι ανέβαιναν μαζί του στις σκαλωσιές και ζωγράφιζαν στις εκκλησίες.

Στην έκθεση αυτή συμμετέχουν οι πλέον καταξιωμένοι μαθητές και συνεργάτες του Κόντογλου: Πέτρος Βαμπούλης, Κώστας Γεωργακόπουλος, Ράλλης Κοψίδης, Κώστας Ξυνόπουλος, Βασίλειος Λέπουρας, Γιώργος Γλιάτας, Γιάννης Τερζής, Γιώργος Χοχλιδάκης και Γιάννης Τσαρούχης.

Σύμφωνα με το δήμαρχο Ηρακλείου Γιάννη Κουράκη, η νέα δημοτική Αρχή έχει βάλει στους πρωταρχικούς στόχους του προγράμματος της τον πολιτισμό. Πρώτο δείγμα γραφής θα είναι η έκθεση έργων του Φώτη Κόντογλου και των βασικών συνεργατών του.

Ο ζωγράφος Μιχαήλ Αγγελάκης που έχει την καλλιτεχνική επιμέλεια της έκθεσης, γράφει για τον Φώτη Κόντογλου τα παρακάτω:

“Θερμά θα παρακαλούσα τους αναγνώστες του μικρού αυτού σημειώματος για τον Φώτη Κόντογλου και τους μαθητές του, να το κρίνουν επιεικώς, διότι ο γράφων δεν είναι ιστορικός της Τέχνης και κατά συνέπεια υπάρχει πιθανότητα κάποιων ιστορικών παραδρομών. Ομως μια στεγνή ιστορική αναφορά στο Μάστρο-Φώτη και στην παρέα του, θα φτώχαινε πολύ το πράμα. Γι’ αυτό και το τόλμημα. Και εξηγούμαι: Τι να πεις για τον Μάρκο Βαμβακάρη, την φιγούρα του ζεϊμπέκικου, το “Παρατέντωσέ με Κύριε και ας σπάσω...” του Νίκου Καζαντζάκη, “Ανθη της πέτρας κοντά στην πράσινη θάλασσα” του Σεφέρη, “Καίω τα νιάτα μου-που είναι κιθάρα-που είναι κινάρα-που είναι κυνίρα” του Εγγονόπουλου, για να σταχυολογήσω παραδείγματος χάριν ότι βρήκα μπροστά μου.

Πολύ περισσότερο ο Φώτης Κόντογλου κατά την φτωχική μου άποψη. Διότι ο Φώτης Κόντογλου έκανε όλα τα καλά και τα σπουδαία που έκαναν οι πνευματικοί άνθρωποι του καιρού του, αλλά και κάτι πολύ περισσότερο. Κατέβηκε στα κατάβαθα της ψυχής της Ρωμιοσύνης και ανέσυρε όνειρα και ανέσυρε βιώματα και ανέσυρε θησαυρούς ακατάλυτους. Υπήρξε ένας νέος “Κολυβάς” που θέλησε να επαναφέρει την ποιότητα του γάργαρου και καθάριου νερού από την ευλογημένη ζώσα πηγή της Ορθοδοξίας. Και είχε όλον τον ένθεο ζήλο των παλαιών κολυβάδων να αγωνιστεί σε καιρούς δύσκολους για να πείσει την δυτικοφαντασμένη και ξιπασμένη διανόηση μας.

Η ελληνική Τέχνη στα χρόνια των καλλιτεχνικών σπουδών του Κόντογλου πορευότανε ανάμεσα στις τελευταίες αναλαμπές της “Σχολής του Μονάχου” με κύριο εκφραστή τον Γιώργο Ιακωβίδη (1853-1932), και στις “τολμηρές” αισθητικές αναζητήσεις του Νικόλαου Λύτρα (1883-1927), του Κωνσταντίνου Παρθένη (1878-1967), του Κωνσταντίνου Μαλέα (1879-1928), και του Γιώργου Μπουζιάνη (1885-1959) που έρχονται να ταράξουν τα νερά του “Ακαδημαϊκού” εφησυχασμού της εποχής. Ηδη οι Ελληνες καλλιτέχνες αναζητούν νέους δρόμους έκφρασης, ωθούμενοι κυρίως από τις αναζητήσεις του Παρισιού, που έρχεται να πάρει την σκυτάλη από την “Σχολή του Μονάχου”. Δεν θα πρέπει βεβαίως καθόλου να παραγνωρίσουμε τις ιστορικές και κοινωνικές συγκυρίες της εποχής. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στα 1881, έχομε την επώδυνο και καταστρεπτική ήττα του 1897. Με το ξημέρωμα του 20ου αιώνα ξυπνούν και τα μεγάλα εθνικά οράματα και ελπίδες. Ελπίδες και όνειρα που κατά δυστυχία του γένους θα διαψευστούν με τον πιο σκληρό και επώδυνο τρόπο.

Με αυτό το πλαίσιο τόσο το ιστορικό και κοινωνικό, όσο και αισθητικό, ο Φώτης Κόντογλου, σπουδάζει ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας 1913-14 και στην συνέχεια πήγε, όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες του καιρού του, στο Παρίσι όπου επιδόθηκε σε ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής. Από τότε άρχισε να βλέπει κριτικά την δυτικοευρωπαϊκή τέχνη, να την αμφισβητεί και συγχρόνως να αναζητά στοιχεία εκφραστικά από την παραδοσιακή τέχνη της πατρίδας του. Βεβαίως το κλίμα που επικρατούσε στο Παρίσι “ενθάρρυνε” τέτοιους προβληματισμούς. Μέσα στο κλίμα του “Μοντέρνου” που διαπερνά την Τέχνη μέχρι τις μέρες μας, ήταν μια στροφή στα “ίδια” που και άλλοι καλλιτέχνες επιχειρούσαν.

Το “μοντέρνο” στην Τέχνη αποτελεί την προσπάθεια του καλλιτέχνη να αυτοπροσδιοριστεί και να ξαναφτιάξει τον κόσμο, τον “δικό του” πλέον κόσμο, αποδίδοντάς τον πέρα από νατουραλιστικές, αντικειμενικές και ρεαλιστικές δεσμεύσεις. Είναι η πεμπτουσία της ατομικότητας και είναι συγχρόνως και η έκφραση της μοναξιάς των μεγαλουπόλεων. Είναι το μεγάλο ΕΓΩ που ακολουθούν οι περισσότεροι μαστόροι της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης τέχνης. Ο “μοντερνισμός” βέβαια σαν μορφολογική αντίδραση στον νατουραλισμό μπόρεσε να δει και να δανειστεί και να ενσωματώσει στοιχεία από την πρωτόγονη Τέχνη, από την λαϊκή Τέχνη, από την Τέχνη των ανατολικών λαών, και γιατί όχι από το κάλλος της δικής μας μεγάλης βυζαντινής παράδοσης.

Μια αφετηρία λοιπόν ή ακόμα μια σπουδαία ώθηση προς την “Ελληνικότητα” στην τέχνη, είναι το “μοντέρνο” σαν μορφολογική άποψη με αναφορές στην διαύγεια του ελληνικού τοπίου και στην άντληση στοιχείων από την αστείρευτη πηγή της ελληνικής εικαστικής παράδοσης. Από κει θα ξεπηδήσει και η γενιά του ‘30. Η άλλη και ίσως σπουδαιότερη ώθηση είναι οι ιστορικές συγκυρίες. Η “Μεγάλη ιδέα” του γένους, οι βαλκανικοί πόλεμοι, η Μικρασιατική εκστρατεία, ο εθνικός διχασμός, η μεγάλη καταστροφή της Μικράς Ασίας, ο βίαιος ξεριζωμός του Μικρασιατικού Ελληνισμού, η προσφυγιά, η φτώχια. Σε όλα αυτά έπρεπε να δοθεί μια απάντηση. Σε όλα αυτά το γένος ήθελε μια απάντηση. Η Τέχνη λοιπόν σαν εκφραστής των βαθύτερων εσωτερικών καταστάσεων βρήκε τον σωστό τρόπο να τα εκφράσει. Με το να δείξει την ποιότητα που βγαίνει από τις αισθητικές καταβολές της ελληνικής παράδοσης. Ο Ελληνας καλλιτέχνης, στη μεγάλη πλειοψηφία του, δεν θέλησε ποτέ να αποβάλει την σχέση του με τον αντικειμενικό κόσμο του.

Ο Φώτης Κόντογλου, είναι εκείνος που “είδε” με την μεγαλύτερη ενάργεια και υπηρέτησε με την μεγαλύτερη συνέπεια, αυτά τα πράγματα. Δύο παράγοντες ακόμα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Η μεγάλη του πίστη στη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η καταγωγή του από το Αϊβαλί, τις αρχαίες Κυδωνίες της Μικράς Ασίας. Η βαθιά του πίστη στα δόγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας του έδειξαν δρόμους εσωτερικών βιωμάτων και απύθμενης ομορφιάς και μιας συνέχειας και μιας επαφής και μιας ανάδειξης της ομορφιάς των ταπεινών και των απλών που είναι μικρά γιατί είναι μεγάλα. Η καταγωγή του από το Αϊβαλί, του έδειξε τον λαό του να σφαγιάζεται, να ξεριζώνεται, να συρρικνώνεται, να οδεύει προς τον αφανισμό και γεωγραφικά και πολιτισμικά και πολιτικά. Βλέπει τις “Μεγάλες Ιδέες” και τα όνειρα να πέφτουν και να καίγονται στις φλόγες της Σμύρνης. Και έπρεπε να κρατηθεί αυτός ο λαός με πείσμα, με δόντια και με νύχια όχι από αλλού, γιατί δεν υπήρχε αλλού, αλλά από αυτόν τον ίδιο. Από τις ίδιες του τις δυνάμεις που δεν είναι άλλες από τις πνευματικές και πολιτισμικές του παραδόσεις, που και πάλι δεν είναι άλλες από τις Ελληνοχριστιανικές του παραδόσεις.

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή επιστρέφει στην Ελλάδα. Η διαμονή του στο Αγιον Ορος θα τον διδάξει το βαθύτερο περιεχόμενο της Ορθοδοξίας και η επαφή του με τις Αγιες εικόνες θα τον κάνει να δει το μυστικό κάλλος τους. Ετσι θα στραφεί σε νέους εκφραστικούς δρόμους. Θα στραφεί πλέον σχεδόν αποκλειστικά προς την Ορθόδοξη Λειτουργική Τέχνη. Αλλά και όσα έργα “κοσμικής ζωγραφικής” θα φιλοτεχνήσει, Δημαρχείο των Αθηνών, τοιχογραφίες του σπιτιού του, θα αποπνέουν το άρωμα της συνέχειας και της συνέπειας της “απλής” Τέχνης. Το σπίτι του στου Κυπριάδη στα Πατήσια θα γίνει κέντρο προβληματισμού και ανάδειξης μιας εντελώς νέας αντίληψης για την Τέχνη. Παράλληλα θα ασχοληθεί με την συγγραφή βιβλίων και χιλιάδων άρθρων στις εφημερίδες. Σ’ αυτά θα “ιστορήσει” τα πάθη της Ρωμιοσύνης, θα ψάλει την ανεπανάληπτη ομορφιά της Ορθοδοξίας, θα θυμιατίσει στις ταπεινές εκκλησίες, θα γονατίσει στους τάφους των αγίων, θα ατενίσει τις γαλάζιες θάλασσες και θα περπατήσει σε ευωδιαστά μονοπάτια από σκίνα, μυρτιές και άγρια ρίγανη. Το δίτομο έργο του “Η Εκφρασης της Ορθόδοξης Εικονογραφίας” αποτελεί εκδοτικό άθλο για την εποχή, και πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των αγιογράφων.

Οι ζωγραφικές του “ιστορίες” γίνονται απλές. Εδώ η καλλιτεχνική διεργασία είναι διαφορετική από αυτή του “μοντερνισμού”. Αν ο μοντερνισμός είναι η πεμπτουσία του καλλιτεχνικού “ΕΓΩ”, η ζωγραφική του Κόντογλου προσπαθεί να “ιστορήσει” και να καταγράψει την αντικειμενική υπερβατική πραγματικότητα της εν θριάμβω Εκκλησίας Του Χριστού. Θεωρεί τον εαυτόν του σαν ένα απλό τεχνίτη που με ταπείνωση καταπιάνεται να καταγράψει το άπιαστο. Ετσι καταργεί την μοναξιά του “κοσμικού” καλλιτέχνη. Είναι μια άλλη θεώρηση της θέσης του ανθρώπου. Κυρίαρχος ο εσωτερικός άνθρωπος. Καλύτερα η ανάγκη ένωσης του ανθρώπου με Τον Θεό. Καλύτερα ακόμα ο ίδιος ο Θεός που θυσιάζεται για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Γράφει ο Φιλίπ Σεράρντ για την ορθόδοξη Τέχνη: “Πέρα από το άτομο του καλλιτέχνη που εκλέγει την μορφή, βρίσκεται η πνευματική πραγματικότητα που πρέπει να εκφραστεί και που η ίδια εκλέγει ή επιβάλλει την μορφή, με την οποία πρέπει να την εκφράσει ο καλλιτέχνης”. Τρομερά πράγματα αυτά ε; σκεφτείτε μόνο ότι υπάρχουν εικόνες αχειροποίητοι.

Ο ορθόδοξος ναός είναι ένα κέλυφος. Ενα κέλυφος που περιέχει όλο τον κόσμο. Τον ορατό και τον αόρατο. Τον επίγειο και τον επουράνιο. Τον κάτω και τον πάνω. Τον Θεό και τους ανθρώπους. Τον υπαρκτό και υπερβατικό κόσμο της Αποκάλυψης, της “Ανω Ιερουσαλήμ” που ο άνθρωπος της εκκλησίας μετέχει και κοινωνεί τον Θεό. Γιατί ναός είναι και ο ίδιος ο πιστός με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που μπαίνει από το δυτικό μέρος και οδεύει προς το ανατολικό, από το σκοτάδι στο φως, από τη νύχτα της αμαρτίας, στην ανατολή του μετανοημένου και μεταμορφωμένου ολοφώτιστου κόσμου, για να γίνει κοινωνός των Αχράντων Μυστηρίων.

Αυτή λοιπόν την πραγματικότητα, την “άλλη πραγματικότητα” την υπερβατική και σωτήρια, καλείται να “ιστορήσει” η τέχνη. Η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική, η μουσική, ο εσωτερικός διάκοσμος του ναού, η κίνηση, η συμμετοχή. Γι’ αυτό και η ζωγραφική σέβεται απόλυτα την αρχιτεκτονική και δεν κραυγάζει. Επικάθεται αρμονικά, δισδιάστατα και γίνεται ένα με τον τοίχο. Αποφεύγονται οι περιττές λεπτομέρειες. Δεν επιτρέπεται κανένα στοιχείο εντυπωσιασμού. Οι άγιες μορφές ανταποκρινόμενες στην προσευχή των πιστών τον κοιτάζουν σοβαρά, τρυφερά και κατάματα. Το σχέδιο αυστηρό, τα περιγράμματα σίγουρα, χαράζουν την “άλλην ευμορφίαν” κατά τρόπον απόλυτο, εννοιολογικά δοσμένο. Το χρώμα απλό και γήινο επικάθεται το ένα πάνω στο άλλο για να αναδείξει τα μεταμορφωμένα πρόσωπα. Το φόντο εικονίζει τον πολύτιμο χώρο και είναι χρυσό στις φορητές εικόνες και βαθύ μπλε στις τοιχογραφίες. Και βέβαια χρησιμοποιεί τις πανάρχαιες τεχνικές της αυγοτέμπερας για τις φορητές εικόνες και της νωπογραφίας ή της καζεΐνης για τους τοίχους.

Με αυτά τα “όπλα” ο Φώτης Κόντογλου δίδει το δικό του “παρών” στην νεοελληνική ζωγραφική, ξαναφέρνοντας συγχρόνως τον μυρωμένο αγέρα της Ορθόδοξης εικονογραφικής παράδοσης στην Εκκλησία. Μια παράδοση που είχε αντικατασταθεί από μια στείρα φορμαλιστική επανάληψη Ναζαρηνών προτύπων. Βεβαίως δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι και άλλοι καλλιτέχνες όπως ο Σπύρος Παπαλουκάς, ο Δημήτρης Κεντάκας, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Νίκος Νικολάου, θέλησαν να φέρουν την εκκλησιαστική τέχνη στο δρόμο της βυζαντινής παράδοσης. Ομως ο Φώτης Κόντογλου είναι εκείνος που με απόλυτη σαφήνεια άνοιξε δρόμους και υπέδειξε προοπτικές.

Πολλοί χαρακτηρίζουν την ζωγραφική του “Νεοβυζαντινή”. Αλλοι πάλι την βλέπουν σαν πισωγύρισμα σε μια εικαστική αντίληψη που έχει συμπληρώσει τον κύκλο της ζωής της. Δεν θα το έβλεπα ετσι. Φοβάμαι ότι βλέπουν τον Φώτη Κόντογλου και εκείνους τους καλλιτέχνες που συνεχίζουν στο πνεύμα αυτό να εργάζονται, με λάθος εργαλεία. Είναι αδύνατον να δεις την ομορφιά του δέντρου όταν το συγκρίνεις με το... αυτοκίνητο. Το δέντρο είναι δέντρο και το αυτοκίνητο είναι αυτοκίνητο. Με τα μάτια του “εγώ” είναι αδύνατον να δεις την ομορφιά του “άλλου”. Δεν μπορούμε να κρίνουμε τον Κόντογλου μόνο μορφολογικά και πολύ περισσότερο με τα δυτικά ματογυάλια. Θα πρέπει να τον δούμε σαν περιεχόμενο που υπαγορεύει την μορφή.

Γύρω του πλήθος νέων καλλιτεχνών ερχότανε να γίνουν κοινωνικοί αυτής της νέας αντίληψης. Ανάμεσά τους ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Ράλλης Κοψίδης, που αν και ακολούθησαν στην συνέχεια την κοσμική Τέχνη, στα έργα τους διακρίνει κανείς τη σχέση τους με τις αρχές και τους προβληματισμούς του Κόντογλου. Ακόμα κοντά του μαθήτευσαν και στην συνέχεια συνεργάστηκαν μαζί του, εκτός από τον Ράλλη Κοψίδη, ο Πέτρος Βαμπούλης, ο Κώστας Γεωργακόπουλος, ο Γιώργος Χοχλιδάκης, ο Κωνσταντίνος Ξυνόπουλος, ο Γιώργος Γλιάτας, ο Γιάννης Τερζής, ο Βασίλης Μπρούσαλης, ο Γιάννης Παπαδέλης, ο Σπύρος Παπανικολάου, ο Παντελής Ουδάμπασης, και άλλοι. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο αγιογράφος Βασίλης Λέπουρας που λόγω της αναπηρίας του ερχόταν έμμεσα σε επαφή με τον δάσκαλο.

Στην έκθεση αυτή επιχειρούμε να παρουσιάσουμε αυτό το κλίμα, αυτή την ατμόσφαιρα, αυτή την ποιότητα. Συμμετέχουν οι πλέον χαρακτηριστικοί μαθητές και συνεργάτες του Κόντογλου. Ορισμένοι από τους αγιογράφους παρουσιάζονται για πρώτη φορά σε μια πινακοθήκη. Να μη σας ξενίζει αυτό. Η θέση της εικόνας κατά “μεγάλη οικονομία” παρουσιάζεται σε μια πινακοθήκη. Είναι μια ζώσα παρουσία ταπεινή εν θριάμβω. Προσπαθήσαμε ακόμα, στα ταπεινά σχέδια, τα “ανθίβολα”, να παρουσιάσουμε την αρχική δουλειά του Μάστρο - Φώτη πριν ξεπατικωθεί στο σανίδι ή στον τοίχο. Εκείνο ακόμα που θα πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι οι αγιογράφοι ενώ αντλούν από το ίδιο φρέαρ, με το δικό του τρόπο το νεράκι ο καθένας θα το φέρει να δροσίσει τα μάτια μας και την ψυχή μας”.