Του Εμμ. Μπελιβάνη, συντ/χου δασκάλου

Για να μπορέσει ο αναγνώστης της παρούσης εργασίας να μπει στο θέμα για το οποίο θα κάνουμε λόγο “νεκροταφείο στο ενετικό μετόχι Βασιλικού Οροπεδίου Λασιθίου”, οφείλουμε ν’ ανατρέξουμε με συντομία στην ιστορία του Οροπεδίου Λασιθίου κατά τα χρόνια της Ενετοκρατίας.

Γνωρίζουμε πως η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων ή Σταυροφθόρων, όπως ονομάζονταν τότε από τους Βυζαντινούς στις 4-4-1204 μ.Χ. Το πώς συνέβη αυτό, δεν είναι του παρόντος. Μετά την κατάληψη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι Σταυροφόροι τη μοίρασαν μεταξύ τους. Η Κρήτη έπεσε στο μερίδιο του Λομβαρδού Μαρκήσιου Βονιφάτιου του Μομφερατικού, που ονομάσθηκε Βασιλιάς της Θεσσαλονίκης. Ο Βονιφάτιος θέλοντας να χαρεί τη βασιλεία του ανενόχλητος, μεταβίβασε το έτος 1204 με επίσημο συμβόλαιο την κυριότητα της Κρήτης στους Ενετούς αντί χιλίων (1000) μαρκών καθαρού αργύρου, που άξιζαν εβδομήντα πέντε (75.000) χρυσά φράγκα.

Οι Ενετοί πήραν τις περιουσίες των Κρητικών και παράλληλα τους κακομεταχειρίζονταν. Την Κρήτη τη χώρισαν σε φέουδα. (Φέουδο = τιμάριο, τσιφλίκι). Ο φεουδάρχης Ενετός ήταν κύριος της γης έχοντας εξουσία στους δουλοπάρικους, που καλλιεργούσαν τη γη χωρίς να έχουν δικαίωμα ν’ αλλάξουν κατοικία. Ετσι τα πρώην αφεντικά της κρητικής γης έγιναν υποτελείς στους φεουδάρχες. Δουλοπάρικοι. Το Οροπέδιο Λασιθίου απετέλεσε ένα φέουδο ανήκον απευθείας στο Δούκα της Κρήτης με έδρα το Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Ο Κρητικός λαός φιλελεύθερος και αδούλωτος δεν ανεχόταν τις ταπεινώσεις και τους εξευτελισμούς των κατακτητών κι άρχισαν να αντιδρούν έντονα και να τους παρενοχλούν με δολιοφθορές, με εξεγέρσεις κ.α. Στο Οροπέδιο Λασιθίου κατέφευγαν όσοι δεν ανέχονταν τον κατακτητή, οι επικηρυγμένοι και οι επαναστάτες, λόγω της ευφορίας του και της φυσικής οχυρότητάς του. Γνωστές είναι οι επαναστάσεις των Αγιοστεφανιτών το 1212, Χορτατσών το 1273, των Καψοκαλύβων το 1341 και των αδελφών Καλλέργη το 1363, που ξεκίνησαν όλες από το Οροπέδιο Λασιθίου. Δίκαια λοιπόν οι Ενετοί το αποκαλούσαν “αγκάθι στην καρδιά της Βενετίας”.



Απαγόρευση κατοίκησης του Οροπεδίου Λασιθίου



Εξαιτίας των διαρκών παρενοχλήσεων και των αλλεπάλληλων επαναστάσεων, που ξεκινούσαν από το Οροπέδιο, ο Δούκας της Κρήτης εισηγήθηκε στο Συμβούλιο των Ευγενών να κηρυχθεί το Λασίθι τόπος ακατοίκητος (1293), παράλληλα με διάταγμα της Ενετικής Γερουσίας απαγορεύτηκε στους Ενετούς να παντρεύονται Κρητικοπούλες. Οσοι παρανομούσαν έχαναν το φέουδό τους. Αυτό βέβαια το μέτρο δεν εφαρμόσθηκε ποτέ.

Το Οροπέδιο Λασιθίου με το αδούλωτο φρόνημά του δεν συμμορφώθηκε στις απειλές αυτές και τότε οι Ενετοί με νόμο πολύ σκληρό διέταξαν την ερήμωσή του το έτος 1343, την καταστροφή εκ θεμελίων των χωριών του, το ξερίζωμα των οπωροφόρων δέντρων και αμπελιών του. Οποιος συλλαμβανόταν να κατοικεί, να περνά ή να βόσκει ζώα μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, του έκοβαν το ένα πόδι ή τον σκότωναν. Κατόπιν τούτων, οι κάτοικοί του κατέφυγαν στα χωριά των όμορων επαρχιών κι εγκαταστάθηκαν εκεί μόνιμα. Να γιατί στο Λασίθι δε σώζεται τίποτε το Βυζαντινό, αν εξαιρέσουμε την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Αγουστί μετόχι, την εκκλησία του Αγίου Σεργίου στο νεκροταφείο του Γεροντωμουρί (σημερινό Αγ. Χαράλαμπο) και την παλιά εκκλησία της Αγ. Αννας στο Τζερμιάδω, που κακώς κατεδαφίστηκε πριν 50 χρόνια και στη θέση της αναγέρθηκε νέα μεγαλύτερη.

Η παραπάνω απαγόρευση κράτησε περίπου 200 χρόνια.



Αρση της απαγόρευσης - Δημιουργία Μετοχιών

Το 16ο αιώνα λόγω της αφορίας των δημητριακών σ’ όλη την Κρήτη, οι Ενετοί δεν μπορούσαν να θρέψουν τα στρατεύματά τους, που διαρκώς αυξάνονταν στο νησί, φοβούμενοι την κατάκτησή του από τους Τούρκους.

Μα και οι Κρητικοί αδυνατούσαν να παράγουν σιτηρά ικανά να θρέψουν τα παιδιά τους και να πληρώσουν τους φόρους τους προς τους κατακτητές. Τότε ο Δούκας της Κρήτης εισηγήθηκε στη Βενετία ότι δεν υπήρχε πια λόγος να μένει ακαλλιέργητος ο εύφορος αυτός τόπος του Οροπεδίου, εφόσον τα πράγματα είχαν ησυχάσει. Ετσι, στις 30 Νοεμβρίου του 1514, ανακλήθηκε η απαγόρευση και επετράπηκε η καλλιέργεια του Οροπεδίου.

Το Οροπέδιο εν τω μεταξύ, με την πολυετή ακαλλιεργησία του, είχε μετατραπεί σ’ ένα απέραντο λιβάδι. Οι Ενετοί με έμπειρους μηχανικούς έκαναν αποστραγγιστικά έργα, ανοίγοντας μεγάλα χαντάκια τις λεγόμενες “Λίνιες”, που σώζονται ακόμα και σήμερα και έτσι αποστραγγίστηκε ο κάμπος. Υστερα επέτρεψαν σ’ όσους γεωργούς από τις όμορες επαρχίες ήθελαν, ν’ ανέβουν στο Οροπέδο να παχτώσουν (ενοικιάσουν) όση γη μπορούσαν να καλλιεργήσουν τριτάρικη (να δίνουν το ένα τρίτο της παραγωγής τους στη Γαληνοτάτη Κυβέρνηση της Βενετίας). Τέτοιοι παχτωτές αναφέρονται οι Κανέτος, Ζουράρης, Πεδιώτης, Φούσκης, Σιλιγάρδος, Βλαστός, Σερέπετσης, Κοζύρης κ.α.

Στους αγρότες αυτούς απαγόρευαν να χτίζουν κανονικά σπίτια και να δημιουργούν χωριά, αλλά να διαμένουν σε πρόχειρα σπίτια και καλύβες, όσο καιρό διαρκούσε η σπορά, ο θερισμός και το αλώνισμα. Οι μικροσυνοικισμοί, που διέμεναν, ονομάζονταν “Μετόχια”. Τα μετόχια που δημιουργήθηκαν στην κούπα του Οροπεδίου, υπερέβαιναν τα 45, τα οποία έπαιρναν την ονομασία τους από τον πρώτο οικιστή τους ως π.χ. Τζερμιάδες από τον Τζερμιά. Φαρσάρω από το Φαρσάρη, Μαρμακέτω από το Μαρμακέτη, Βασιλικού από το Βασιλικό. Πολλά από τα μετόχια εξελίχθηκαν στα σημερινά χωριά, και άλλα διαλύθηκαν κι έσβησαν και διατηρούνται σήμερα ως τοπωνύμια π.χ. Βασιλικού, Κλήμα, Χώνος, Αγουστή, Κερασά, Σαρακηνού, Αγία Πελαγία κ.λ.π.

Οφείλουμε ν’ αναφέρουμε εδώ ότι στο Οροπέδιο δεν κατοίκησαν ποτέ Ενετοί, διότι εφοβούνταν. Οι μοναδικοί που κατοίκησαν ήταν ο διοικητής φοροεισπράκτορας με την οικογένειά του στο Μετόχι Μόρο Β.Α. του χωριού Αγ. Γεώργιος και άλλος φοροεισπράκτορας στο Μετόχι Μαγατζέδες δυτικά του χωριού Αβρακόντε (Μαγατζές στα Αραβικά σημαίνει σιταποθήκη). Σ’ αυτά τα Μετόχια οι Ενετοί είχαν αναγείρει τεράστιες αποθήκες, όπου οι φοροεισπράκτορες συγκέντρωναν τα σιτηρά -φόρους των παχτωτών του κάμπου. Απ’ κει με αγώγια τα συγκέντρωναν στο Καστέλι Πεδιάδος κι ύστερα στο Χάνδακα. Για περισσότερες πληροφορίες ιδέ το βιβλίο του γράφοντος “Η επαρχία Λασιθίου και η πρωτοβάθμια εκπαίδευσή της - Συνοπτική ιστορία από αρχαιοτάτης εποχής μέχρι πρόσφατα”.



Το Μετόχι του Βασιλικού. Το νεκροταφείο του



Ενα από τα 45 Μετόχια του Οροπεδίου Λασιθίου κατά τα χρόνια της Ενετοκρατίας ήταν και το Μετόχι του Βασιλικού, το οποίο ακούγεται σήμερα σαν τοπωνύμιο “Στου Βασιλικού, Στου Βασιλικού τον πόρο. Στου Βασιλικού το πηγάδι”.

Βρισκόταν σε κοντική απόσταση ανατολικά του σημερινού κεφαλοχωριού Αγ. Γεώργιος. Αναφέρεται στις ενετικές απογραφές του Καστροφύλακα το 1583 με 29 κατοίκους και του Βασιλικάτα το 1630 με 2 σπίτια (οικογένειες). Ιδέ σχετικούς πίνακες στις σελίδες 37 και 53 του βιβλίου μου. Μετά την απογραφή του Βασιλικάτα δεν έγινε άλλη ενετική απογραφή.

Το ότι στου Βασιλικού υπήρχε οικισμός - μετόχι αποδεικνυόταν μέχρι σήμερα από τα τεμάχια των κεραμικών σκευών, που βρίσκονταν στη γύρω περιοχή ως και από το πηγάδι που υδρεύονταν οι κάτοικοι τού οικισμού, το οποίο σώζεται ακόμη και σήμερα και παραδόξως παρά το μικρό του βάθος δε φυρά (εξαντλείται) το καλοκαίρι. Σήμερα το νερό αυτό δεν χρησιμοποιείται ως πόσιμο από τους ανθρώπους γιατί λόγω της ακινησίας του θεωρείται ακατάλληλο. Σήμερα αποδεικνύεται περίτρανα ότι στου Βασιλικού υπήρχε οικισμός από το νεκροταφείο που έφερε στο φως η μπουλντόζα που ισοπέδωνε στην περιοχή ιδιοκτησίες με σκοπό να δημιουργηθεί μια μεγάλη υδατοδεξαμενή με την επωνυμία “υδατοδεξαμενή Αγίου Γεωργίου”.

Το νεκροταφείο βρίσκεται ανατολικά του οικισμού σε μικρή απόσταση και καλύπτει μικρή έκταση. Οι τάφοι που βρέθηκαν είναι 8 (7 μεγαλύτεροι κι ένας μικρός - παιδικός). Είναι πρόχειροι. Ο ένας κοντά στον άλλο, ομοιόμορφοι και ανάβαθοι. Το μήκος των μεγάλων κυμαίνεται από 150- 160 εκ. και το βάθος τους 50 εκ. μ. Στενότεροι στα άκρα και πλατύτεροι στο μέσον. Εσωτερικά περιμετρικά είναι επενδυμένοι με πέτρες. Η στέγη τους ήταν από χώμα. Κτερίσματα (προσφιλή αντικείμενα στο νεκρό, όταν ζούσε, δεν βρέθηκαν ασφαλώς). Τώρα οι τάφοι είναι σκεπασμένοι με νάυλον πρασίνου χρώματος και δεν διακρίνονται οι σκελετοί. Το σκέπασμα το έχει κάνει η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Από τη μορφή και τις διαστάσεις των τάφων αποδεικνύεται πως οι νεκροί ήταν μετρίου αναστήματος.



Πότε δημιουργήθηκε ο οικισμός Βασιλικού



Οι δύο απογραφές των Ενετών του Καστροφύλακα το 1583 και του Βασιλικάτα το 1630 μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο οικισμός του Βασιλικού δημιουργήθηκε μετά το 1514, χρονολογία που ξανακατοικήθηκε το Οροπέδιο. Πότε διαλύθηκε δεν γνωρίζουμε. Η απογραφή του Βασιλικάτα μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο πληθυσμός του είχε μειωθεί αισθητά. Επομένως άρχισε να παρακμάζει.

Δεν γνωρίζουμε επίσης εάν οι θάνατοι των κατοίκων του, των οποίων οι τάφοι αποκαλύφθηκαν, ήσαν φυσιολογικοί ή εάν επέρχονταν κατόπιν κάποιας μολυσματικής επιδημίας ή κάποιας θεομηνίας. Γνωρίζουμε όμως πως η πιο θανατηφόρα ασθένεια της εποχής ήταν η πανώλης (πανούκλα) η επονομαζόμενη “μαύρος θάνατος”. Αυτή μεταδόθηκε στην Κρήτη τα έτη 1376, 1456, 1571, 1625, 1720 και 1789 και άφησε πολλές χιλιάδες νεκρούς. Στο Λασίθι (Οροπέδιο), μεταδόθηκε το 1780. Προσέβαλε τους κατοίκους στο Αυγουστί χωριό, το οποίο αριθμούσε τότε 92 οικογένειες, δηλαδή πάνω από 500 κατοίκους. Ηταν ραγδαίας μορφής επιδημία κι όπως αναφέρει η τοπική παράδοση, πάνω στο χρόνο έμειναν ζωντανοί μόνο ένας Κύρης με το γιο του, οι οποίοι εγκατάλειψαν το χωριό και κατέβηκαν στο Αβδού Πεδιάδας.

Οι κάτοικοι του Βασιλικού πιθανώς να αποδεκατίσθηκαν από την πανώλη το 1780. Για όλα αυτά όμως κάνουμε απλές υποθέσεις.

Το λόγο έχουν άλλοι αρμοδιότεροί μου και η Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Η ανακάλυψη του νεκροταφείου βρίσκεται πέραν των ορίων της υδατοδεξαμενής και επομένως δεν πρέπει να επηρεάσει καθόλου το έργο της.

Ενα έργο που θεωρείται και είναι ζωτικής σημασίας για την άρδευση και την περαιτέρω ανάπτυξη του Οροπεδίου Λασιθίου.

Αύγουστος 2009