Στα απομνημονεύματά του ο καπετάν Μ. Μπαντουβάς αναφέρεται περισσότερο στη μάχη που ακολούθησε παρά στην επίθεση κατά του φυλακίου της Σύμης:

“Κατά τσι δώδεκα το βράδυ έρχεται σύνδεσμος απού τη Βιάννο και μας-ε-λέει ότι:

- Εφθάσανε εκατό (μ)πενηντατέσσερα (154) αυτοκίνητα με στρατό και πολεμοφόδια στη Βιάννο.

Ερχεται άλλος σύνδεσμος απού την Εμπαρο και μας-ε-λέει ότι:

- Εφτάξανε πενήντα (50) αυτοκίνητα με στρατό στην Εμπαρο κι ότι σχεδιάζουνε για να βγούνε απού το (μ)Πόρο τ’ Ομαλού.

Καταστρώνω το σχέδιο και αποφασίζω πού πρέπει να δοθεί η τελική μάχη για να ‘χομε καλά αποτελέσματα.

Αποφάσισα ότι πρέπει ν’ αφήσω τους Γερμανούς να μας-ε-πλησιάσουνε και να ‘χω κυκλωμένο το μέρος απού τα Γουρνιά, το (μ)Πόρο τ’ Ομαλού, Πευκιανή Κορφή κι απού τη μεριά τση Σύμης.

Υπολόγιζα ότι θα τονε περίπου δυο χιλιάδες (2.000) Γερμανοί, κατά τσι πληροφορίες απού μου δώσανε”.

Ο Μπαντουβάς κατέστρωσε το σχέδιο και αναφέρει:

“Ετότες είχαμε δύναμη τρεις χιλιάδες διακόσους είκοσι δυό (3.222) άνδρες, ένοπλους.

Ερίξαμε στη μάχη τρακόσους ογδόντα (380).

Ολοι οι αντάρτες οι διμοιρίτες, οι οποίοι είχανε πάρει καθένας το (ν)τομέα (ν)του, είχενε και τρεις αγγελιοφόρους για να δίδει κάθε πληροφορία το συντομότερο.

Ο Χρήστος ο Μπαντουβάς είχε αναλάβει τότες την υπαρχηγία και το (ν)τομέα το (μ)Πόρο τση Σύμης. Το σημείο όπου ήπρεπε να τοποθετηθεί ήτον νοτικά τση Σύμης, τση Πάνω και τση Κάτω, περίπου χίλια πεντακόσια (1.500) μέτρα.

Πριν να φθάσει ο Χρήστος ο Μπαντουβάς στη θέση (ν)του, οι Γερμανοί είχαν περάσει, αρκετοί, απού το σημείο αυτό, ως και το Επιτελείο, με έντεκα (11) μεταγωγικά με το διερμηνέα Αγογλωσσάκη απού τσι Αρχάνες.

Υποχρεωθήκανε πρίχου να δώσομε σημεία αρχινήξεως τση μάχης, εδώκανε μάχη και εκεί απολευθερώσανε και το (μ)παπα-Μαθιό απού τ’ Αμιρά με σαράντα (40) γυναικόπαιδα, τα οποία οι Γερμανοί είχαν ως προπέτασμα.

Ο Χρήστος ο Μπαντουβάς είχενε πάρει υπό τας διαταγάς του και τη διμοιρία του Δημήτρη Παπά, αριστερού.

Από κει εξεκίνησε η πρώτη μάχη”.

Ο Μπαντουβάς αναφέρεται στην ολοκληρωτική μάχη που ακολούθησε.

Παρά τους αγγελιοφόρους ο καπετάνιος της αντίστασης αποφασίζει να χτυπήσει:

“Εκράτηξα τον οπλισμό τω (γ)κουμουνιστών, τους έφτυξα και έφυγαν. Τους ήπηρα τα πολεμοφόδια και τα όπλα, τα οποία ετοποθέτησα σ’ ένα ασφαλές σημείο να τα διαθέσω σε νέους αντάρτες.

Οι Γερμανοί έχουνε πέσει στο δάσος, όπως επροείδα, και εχάσανε την επαφή ο ένας με τον άλλο.

Εσυλλήφθηκε το Γερμανικό Επιτελείο αιχμάλωτοι και η μάχη αρχίνηξε εννιά παρά πέντε λεφτά.

Κατά τη μια μετά το μεσημέρι, η μάχη εξελίσσεται υπέρ εμών.

Ερχετ’ ένας αγγελιοφόρος απού τον ασύρματο μ’ ένα σημείωμα και μου λέει να αποφύγω σύρραξη τω Γερμανών.

Κάνω (ε)να σημείωμα και του λέω ότι: “Η μάχη συνεχίζεται. ‘Σάμε αυτή τη στιγμή η μάχη είναι υπέρ ημών. Δεν μπορούμε να την αποφύγομε”.

Εφυγε (ο) αγγελιοφόρος.

Ερχεται άλλος αγγελιοφόρος και μου λέει ότι:

- Μια δύναμις Γερμανών βαδίζει απού τη Γεράπετρο προς το Καλάμι, για ενίσχυση των υπολοίπων.

Στέλνω μιαν ομάδα με επικεφαλής τον Επιτροπάκη το Γιώργη, εφτά άνδρες. Του προσδιορίζω το σημείο που πρέπει να κάμει ενέδρα και να χτυπήσει άμα περάσουνε οι πρώτοι Γερμανοί.

Επήγε, εχτύπησε, ήφερε αποτελέσματα, τα οποία δεν μπορεί να χωρέσει του ανθρώπου το μυαλό.

Ητον εκατόν σαράντα (140) Γερμανοί, εφτά (7) οι αντάρτες.

Οι Γερμανοί εδιαλύθησαν σα χάρτινος πύργος και συνέλαβαν τρεις Γερμανούς αιχμαλώτους και τσ’ ήφεραν στο βουνό”.