Του Γεωργίου Τ. Τσερεβελάκη, φιλολόγου
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης ως ποιητής αλλά και ως προσωπικότητα παραμένει αινιγματικός. Όσον αφορά την ποίησή του πολλά μας διχάζουν και μας προβληματίζουν-κυρίως θέματα περιεχομένου αλλά και τεχνικής. Επίσης και ως προσωπικότητα , ως άνθρωπος δηλαδή, έχει χρεωθεί πολλούς χαρακτηρισμούς. Ασφαλώς και ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση στην ιστορία των γραμμάτων της χώρας μας , αλλά όμως έχει παραβλεφθεί η ανθρώπινη πλευρά του. Δεν έχει «ξεκλειδωθεί»πλήρως ο άνθρωπος Καβάφης. Η ψυχοσύνθεσή του ήταν και είναι ένα δυσεξήγητο μυστήριο. Πολλές απορίες μάς γεννώνται, όταν διαβάζομε τα ποιήματά του. Ποιος ήταν ακριβώς; Ποια ήταν η στάση ζωής του; Είχε χριστιανική συνείδηση ;Ένας ποιητής τέτοιου πνευματικού διαμετρήματος τι ηθική σκευή είχε; Εδώ είναι που αναδύεται το ερώτημα :Διακρινόταν ο Καβάφης από θρησκευτικότητα;
Οι περισσότεροι ποιητές , πριν από αυτόν, είχαν :ο Κορνάρος, ο Σολωμός, ο Παπατσώνης, ο Παλαμάς, ο Βάρναλης, ο Ρίτσος κ.ά. Το ερώτημα περί Καβάφη είναι καίριο , διότι ο ποιητής εξέφραζε μιαν πλήρη ερωτική ανορθοδοξία σε πολλά ποιήματά του η οποία δεν είναι διακριτό , αν εξέφραζε επίσης και μιαν ηθική ή και κοινωνική διαφοροποίηση, ή ακόμη και θρησκευτική.
Πρέπει όμως να πούμε ότι ο Καβάφης ήταν ένας θερμός χριστιανός ο οποίος νοιαζόταν αρκετά για τα αμαρτήματά του και πίστευε σε μεταφυσικές δυνάμεις και στην μετά θάνατον ζωή. Εξωτερίκευε μιαν ειρωνεία προς την αμαρτία και αυτή φαίνεται εναργώς σε κάποια ποιήματα όπως στο «Μανουήλ Κομνηνός»:
Ο βασιλευς κυρ Μανουηλ Κομνηνος
μια μερα μελαγχολικη του Σεπτεμβριου
αισθάνθηκε τον θανατο κοντα. Οι αστρολογοι
(οι πληρωμενοι) της αυλης εφλυαρουσαν
που αλλα πολλα χρονια θα ζησει ακομη.
Ενώ όμως ελεγαν αυτοι, εκεινος
παληες συνηθειες ευλαβεις θυμαται ,
κι απ’τα κελλια των μοναχων προσταζει
ενδυματα εκκλησιαστικα να φερουν ,
και τα φορει , κ’ευφραίνεται που δειχνει
οψι σεμνην ιερεως ή καλογηρου.
Ευτυχισμενοι ολοι που πιστευουν ,
και σαν τον βασιλεα κυρ Μανουηλ τελειωνουν
ντυμενοι μες στην πιστι των σεμνοτατα.
Ένα άλλο ποίημα που δείχνει την αποστασιοποίηση του ποιητού από παγανιστικά πιστεύω είναι και ένα του 1926 , «Η αρρώστεια του Κλείτου», όπου εκεί καταδεικνύει τη συνύπαρξη χριστιανισμού και παγανισμού αλλά και την ερμητική στεγανότητά τους:
Ο Κλειτος, ένα συμπαθητικο
παιδι, περιπου εικοσι τριω ετων-
με αριστην αγωγη, με σπανια ελληνομαθεια-
ειν’αρρωστος βαρεια. Τον ηυρε ο πυρετος
που φετος θερισε στην Αλεξανδρεια.
Τον ηυρε ο πυρετος εξαντλημενο κιολας ηθικως
απ’τον καυμο που ο εταιρος του, ενας νεος ηθοποιος,
επαυσε να τον αγαπα και να τον θελει.
Ειν’αρρωστος βαρεια, και τρεμουν οι γονεις του.
Και μια γρηα υπηρετρια που τον μεγαλωσε,
τρεμει κι αυτή για τη ζωη του Κλειτου.
Μες στην δεινην ανησυχια της
στον νου της ερχεται ένα ειδωλο
που λατρευε μικρη, πριν μπει αυτου, υπηρετρια,
σε σπιτι Χριστιανων επιφανων, και χριστιανεψει.
Παιρνει κρυφα κατι πλακούντια,και κρασί, και μέλι.
Τα παει στο ειδωλο μπροστα.Οσα θυμαται μελη
της ικεσιας ψαλλει-άκρες, μέσες. Η κουτη
δεν νοιωθει που τον μαυρο δαιμονα λιγο τον μελει
αν γιανει ή αν δεν γιανει ενας Χριστιανος.